Ας ξεκινήσουμε προσπαθώντας να κατανοήσουμε την έννοια του πληροφοριακού γραμματισμού. Ο πληροφοριακός γραμματισμός δίνει τη δυνατότητα σε άτομα με διαφορετικό υπόβαθρο να αναζητούν, να αξιολογούν, να αξιοποιούν και να παράγουν αποτελεσματικά πληροφορίες, ώστε να εκπληρώνουν τους προσωπικούς, κοινωνικούς, επαγγελματικούς και εκπαιδευτικούς τους στόχους. Το 2016, η Ένωση Ακαδημαϊκών και Ερευνητικών Βιβλιοθηκών (Association of College & Research Libraries – ACRL) εξέδωσε το πλαίσιο αναφοράς πληροφοριακού γραμματισμού για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο ορίζει τον πληροφοριακό γραμματισμό ως εξής:
«Ο πληροφοριακός γραμματισμός είναι το ολοκληρωμένο σύνολο ικανοτήτων που περιλαμβάνει την αναστοχαστική ανακάλυψη των πληροφοριών, την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο παράγονται και αξιολογούνται οι πληροφορίες και τη χρήση τους για τη δημιουργία νέας γνώσης και τη δεοντολογική συμμετοχή σε κοινότητες μάθησης».
Τα άτομα που είναι πληροφοριακά εγγράμματα είναι σε θέση να βρίσκουν πληροφορίες που τους επιτρέπουν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για τη ζωή τους, επηρεάζοντας θετικά την ευημερία, το περιβάλλον, την εκπαίδευση και την καριέρα τους. Στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, ο πληροφοριακός γραμματισμός απαιτεί από τους χρήστες να μπορούν να χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας και τα συναφή εργαλεία για πρόσβαση και παραγωγή πληροφοριών. Επιπλέον, στενά συνυφασμένοι με τον πληροφοριακό γραμματισμό είναι δύο ακόμη γραμματισμοί: ο γραμματισμός σε θέματα υπολογιστών (που περιλαμβάνει δεξιότητες ΤΠΕ) και ο γραμματισμός στα μέσα επικοινωνίας (κατανόηση των διάφορων καναλιών και μέσων που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση πληροφοριών). Για παράδειγμα, η ικανότητα πλοήγησης σε διαδικτυακά περιβάλλοντα και η ικανότητα ερμηνείας πολυμέσων απαιτεί τόσο τεχνική κατάρτιση στη χρήση του διαδικτύου όσο και δεξιότητες γραμματισμού για την κατανόηση των πληροφοριών που μεταδίδονται.
Το ACRL, στο πλαίσιο αναφοράς για τον πληροφοριακό γραμματισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, επισημαίνει έξι βασικές αρχές:
Οι πιο πάνω έννοιες αναλύονται με περισσότερη λεπτομέρεια στο βοηθητικό βίντεο παρακάτω.
Για την κατανόηση των αρχών του πληροφοριακού γραμματισμού και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της λανθασμένης πληροφόρησης, της παραπληροφόρησης, της κακόβουλης πληροφόρησης και των ψευδών ειδήσεων, τα άτομα πρέπει να αναπτύξουν δεξιότητες αναζήτησης πληροφοριών, αξιολόγησης των πηγών και αναφοράς των πηγών/παραπομπής. Ας δούμε αναλυτικά την καθεμία από αυτές:
Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου οι πληροφορίες είναι εύκολα προσβάσιμες μέσω διαφόρων διαδικτυακών πλατφόρμων και πηγών, η ικανότητα εξεύρεσης αξιόπιστων και έγκυρων πληροφοριών καθίσταται ολοένα και πιο σημαντική. Οι χρήστες που αναζητούν πληροφορίες πρέπει να περιηγηθούν σε έναν τεράστιο όγκο περιεχομένου, μεγάλο μέρος του οποίου μπορεί να είναι ανακριβές, μεροληπτικό ή σκόπιμα παραπλανητικό. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική αναζήτηση πληροφοριών περιλαμβάνει τη χρήση στρατηγικών για το φιλτράρισμα αυτού του όγκου πληροφοριών και την εξεύρεση αξιόπιστων πηγών. Μια βασική στρατηγική είναι η αξιοποίηση πολλαπλών πηγών κατά την αναζήτηση πληροφοριών ή τη διεξαγωγή έρευνας. Η χρήση μίας μόνο πηγής αυξάνει τις πιθανότητες να συναντήσει κανείς μεροληπτικές ή ανακριβείς πληροφορίες. Βασιζόμενοι σε πολλές πηγές, οι χρήστες μπορούν να συγκρίνουν και να διασταυρώσουν τις πληροφορίες, επαληθεύοντας την αξιοπιστία και την εγκυρότητά τους. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει επίσης στα άτομα να κατανοήσουν πληρέστερα ένα θέμα, λαμβάνοντας υπόψη ποικίλες οπτικές γωνίες και απόψεις.
Η επαλήθευση των γεγονότων μέσω πολλών διαφορετικών πηγών είναι απαραίτητη κατά την αναζήτηση πληροφοριών. Οι διάφορες πηγές μπορεί να παρουσιάζουν τις πληροφορίες με διαφορετικούς τρόπους, ενώ ορισμένες μπορεί να είναι πιο αξιόπιστες από άλλες. Αναζητώντας πληροφορίες από ένα ευρύ φάσμα πηγών, συμπεριλαμβανομένων έγκριτων ειδησεογραφικών πρακτορείων, ακαδημαϊκών περιοδικών, κυβερνητικών ιστοσελίδων και απόψεων εμπειρογνωμόνων, οι πολίτες αποκτούν μια πιο σφαιρική άποψη για ένα θέμα και λαμβάνουν πιο τεκμηριωμένες αποφάσεις. Η κριτική αξιολόγηση της αξιοπιστίας των πηγών είναι μια άλλη κρίσιμη πτυχή της αναζήτησης πληροφοριών. Αυτή περιλαμβάνει την αξιολόγηση διάφορων παραγόντων, όπως η εμπειρογνωμοσύνη και η φερεγγυότητα του συντάκτη, το κύρος και η αξιοπιστία του εκδότη, η ακρίβεια των πληροφοριών που μεταδίδονται και οι πιθανές προκαταλήψεις ή σκοπιμότητες. Οι χρήστες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε πηγές που στερούνται διαφάνειας ή που παρέχουν πληροφορίες χωρίς τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ή παραπομπές.
Το κύρος του εντύπου ή της πλατφόρμας που παρέχει τις πληροφορίες είναι μια άλλη σημαντική παράμετρος. Οι καταξιωμένες και ευυπόληπτες πηγές, όπως περιοδικά με αξιολόγηση από ομοτίμους, έγκυρα ειδησεογραφικά πρακτορεία ή κυβερνητικές υπηρεσίες, είναι πιθανότερο να παρέχουν ακριβείς και έγκυρες πληροφορίες σε σύγκριση με λιγότερο ευυπόληπτες πηγές ή πλατφόρμες που είναι γνωστό ότι παραπληροφορούν. Επιπλέον, οι πολίτες πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι μπορεί να υπάρχουν προκαταλήψεις ή σκοπιμότητες, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο που παρουσιάζονται οι πληροφορίες. Η προκατάληψη μπορεί να πάρει διάφορες μορφές – πολιτική, ιδεολογική, εμπορική ή πολιτισμική προκατάληψη. Η αξιολόγηση του κατά πόσον η πληροφορία παρουσιάζεται αντικειμενικά ή με εμφανή προκατάληψη που στρεβλώνει το περιεχόμενο είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της αξιοπιστίας της.
Η επαληθευσιμότητα είναι μια άλλη κρίσιμη πτυχή της αξιολόγησης μιας πηγής. Οι αξιόπιστες πηγές πληροφοριών συνήθως παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία, παραπομπές ή αναφορές για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, δίνοντας τη δυνατότητα στους αναγνώστες να επαληθεύσουν οι ίδιοι την ακρίβεια και την εγκυρότητα των πληροφοριών. Οι ισχυρισμοί που δεν μπορούν να τεκμηριωθούν ή στερούνται υποστηρικτικών στοιχείων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό.
Η διασταύρωση των πληροφοριών μέσω της αντιπαραβολής με αξιόπιστες πηγές είναι μια χρήσιμη πρακτική για την αξιολόγηση των πηγών. Η σύγκριση πληροφοριών από περισσότερες από μία αξιόπιστες πηγές μπορεί να βοηθήσει στην επαλήθευση των γεγονότων, στον εντοπισμό αντιφάσεων ή ανακριβειών και στην πληρέστερη κατανόηση του εκάστοτε θέματος. Συνοψίζοντας, η αξιολόγηση και ο προσδιορισμός της αξιοπιστίας των πηγών περιλαμβάνει την αξιολόγηση παραγόντων όπως η εμπειρογνωμοσύνη του συντάκτη, το κύρος του εκδότη, η πιθανότητα προκατάληψης, η επαληθευσιμότητα και η διασταύρωση των πληροφοριών. Αξιολογώντας κριτικά τις πηγές, τα άτομα μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις και να διακρίνουν μεταξύ αξιόπιστων πληροφοριών και παραπληροφόρησης.
Επιπλέον, οι πρακτικές αναφοράς διευκολύνουν τον έλεγχο και την επαλήθευση των γεγονότων, αφού δίνουν στους αναγνώστες τη δυνατότητα πρόσβασης στις πρωτογενείς πηγές μιας πληροφορίας. Αυτή η διαφάνεια επιτρέπει στα άτομα να εξετάσουν προσεκτικά τα στοιχεία, να αξιολογήσουν το πλαίσιο στο οποίο παρουσιάζονται και να επαληθεύσουν οι ίδιοι την ακρίβειά τους. Παρέχοντας σαφείς αναφορές στις πηγές, οι συντάκτες δίνουν τη δυνατότητα στους αναγνώστες να προσεγγίσουν κριτικά τις πληροφορίες και να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για την αξιοπιστία τους.
Η τήρηση των δεοντολογικών προτύπων αναφοράς είναι ουσιαστικής σημασίας στην καταπολέμηση της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης. Οι συντάκτες έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν ότι οι πηγές που παραθέτουν είναι αξιόπιστες, έγκυρες και ότι αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια τις πληροφορίες που μεταδίδουν. Η χρήση αμφίβολων ή ανεπιβεβαίωτων πηγών μπορεί να διαιωνίσει λανθασμένες αντιλήψεις και να συμβάλει στην εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Ως εκ τούτου, οι συντάκτες πρέπει να εφαρμόζουν κριτική σκέψη όταν επιλέγουν και παραθέτουν πηγές, αποφεύγοντας την άκριτη κοινοποίηση πληροφοριών που στερούνται αξιόπιστης τεκμηρίωσης ή επαληθεύσιμων πηγών.
Επιπλέον, οι πρακτικές αναφοράς διευκολύνουν τον έλεγχο και την επαλήθευση των γεγονότων, αφού δίνουν στους αναγνώστες τη δυνατότητα πρόσβασης στις πρωτογενείς πηγές μιας πληροφορίας. Αυτή η διαφάνεια επιτρέπει στα άτομα να εξετάσουν προσεκτικά τα στοιχεία, να αξιολογήσουν το πλαίσιο στο οποίο παρουσιάζονται και να επαληθεύσουν οι ίδιοι την ακρίβειά τους. Παρέχοντας σαφείς αναφορές στις πηγές, οι συντάκτες δίνουν τη δυνατότητα στους αναγνώστες να προσεγγίσουν κριτικά τις πληροφορίες και να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για την αξιοπιστία τους.
Η τήρηση των δεοντολογικών προτύπων αναφοράς είναι ουσιαστικής σημασίας στην καταπολέμηση της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης. Οι συντάκτες έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν ότι οι πηγές που παραθέτουν είναι αξιόπιστες, έγκυρες και ότι αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια τις πληροφορίες που μεταδίδουν. Η χρήση αμφίβολων ή ανεπιβεβαίωτων πηγών μπορεί να διαιωνίσει λανθασμένες αντιλήψεις και να συμβάλει στην εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Ως εκ τούτου, οι συντάκτες πρέπει να εφαρμόζουν κριτική σκέψη όταν επιλέγουν και παραθέτουν πηγές, αποφεύγοντας την άκριτη κοινοποίηση πληροφοριών που στερούνται αξιόπιστης τεκμηρίωσης ή επαληθεύσιμων πηγών.